σιδηροπαγής

σιδηροπαγής
ης, ες железобетонный;

τό σιδηροπαγές (κονίαμα) — железобетон


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σιδηροπαγής" в других словарях:

  • σιδηροπαγής — ές, Ν 1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό 2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι), πρβλ. χρυσο παγής] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρότευκτος — η, ο / σιδηρότευκτος, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»